λουδοβίκειος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λουδοβίκειος | η | λουδοβίκεια | το | λουδοβίκειο |
| γενική | του | λουδοβίκειου | της | λουδοβίκειας | του | λουδοβίκειου |
| αιτιατική | τον | λουδοβίκειο | τη | λουδοβίκεια | το | λουδοβίκειο |
| κλητική | λουδοβίκειε | λουδοβίκεια | λουδοβίκειο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λουδοβίκειοι | οι | λουδοβίκειες | τα | λουδοβίκεια |
| γενική | των | λουδοβίκειων | των | λουδοβίκειων | των | λουδοβίκειων |
| αιτιατική | τους | λουδοβίκειους | τις | λουδοβίκειες | τα | λουδοβίκεια |
| κλητική | λουδοβίκειοι | λουδοβίκειες | λουδοβίκεια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λουδοβίκειος < Λουδοβίκος + -ειος
Επίθετο
λουδοβίκειος, -α, -ο
- που έχει σχέση με Λουδοβίκο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (ουσιαστικοποιημένο) λουδοβίκειο / λουδοβίκι
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Λουδοβίκος
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
λουδοβίκειος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.