λουδοβίκειο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λουδοβίκειο τα λουδοβίκεια
      γενική του λουδοβίκειου των λουδοβίκειων
    αιτιατική το λουδοβίκειο τα λουδοβίκεια
     κλητική λουδοβίκειο λουδοβίκεια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λουδοβίκειο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λουδοβίκειος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική louis d'or)

Ουσιαστικό

λουδοβίκειο ουδέτερο

  • λουδοβίκι
  • λουίζιο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.