λογιότερος
Νέα ελληνικά (el)
| χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λογιότερος | η | λογιότερη | το | λογιότερο |
| γενική | του | λογιότερου | της | λογιότερης | του | λογιότερου |
| αιτιατική | τον | λογιότερο | τη | λογιότερη | το | λογιότερο |
| κλητική | λογιότερε | λογιότερη | λογιότερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λογιότεροι | οι | λογιότερες | τα | λογιότερα |
| γενική | των | λογιότερων | των | λογιότερων | των | λογιότερων |
| αιτιατική | τους | λογιότερους | τις | λογιότερες | τα | λογιότερα |
| κλητική | λογιότεροι | λογιότερες | λογιότερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λογιότερος < λόγι(ος) + -ότερος < αρχαία ελληνική λογιώτερος
Προφορά
- ΔΦΑ : /lo.ʝiˈo.te.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λο‐γι‐ό‐τε‐ρος
Επίθετο
λογιότερος, -η, -ο
- συγκριτικός βαθμός του λόγιος
- πιο λόγιος
- (για εκφράσεις, λέξεις) πιο επίσημος
- ↪ Η λέξη διδάκτωρ είναι λογιότερη από τη λέξη διδάκτορας.
Μεταφράσεις
λογιότερος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.