λογίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λογίστρια | οι | λογίστριες |
| γενική | της | λογίστριας | των | λογιστριών |
| αιτιατική | τη | λογίστρια | τις | λογίστριες |
| κλητική | λογίστρια | λογίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λογίστρια θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.