λιπανάβατος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λιπανάβατος | η | λιπανάβατη | το | λιπανάβατο |
| γενική | του | λιπανάβατου | της | λιπανάβατης | του | λιπανάβατου |
| αιτιατική | τον | λιπανάβατο | τη | λιπανάβατη | το | λιπανάβατο |
| κλητική | λιπανάβατε | λιπανάβατη | λιπανάβατο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λιπανάβατοι | οι | λιπανάβατες | τα | λιπανάβατα |
| γενική | των | λιπανάβατων | των | λιπανάβατων | των | λιπανάβατων |
| αιτιατική | τους | λιπανάβατους | τις | λιπανάβατες | τα | λιπανάβατα |
| κλητική | λιπανάβατοι | λιπανάβατες | λιπανάβατα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λιπανάβατος < μεσαιωνική ελληνική λιπανάβατος[1] [2] / λειπανάβατος[3] / λειψανάβατος[4] < αρχαία ελληνική λείπω + ἀναβαίνω
Μεταφράσεις
- λιπανάβατος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λιπανάβατος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- λειπανάβατος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- λειψανάβατος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.