limbus

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

limbus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lē̆b-

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈlim.bus/

Ουσιαστικό

limbus αρσενικό

  1. άκρη
  2. παρυφή
  3. κράσπεδο
  4. στρίφωμα
  5. θύσανος

Αλλόγλωσσα παράγωγα

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική limbus limbī
γενική limbī limbōrum
δοτική limbō limbīs
αιτιατική limbum limbōs
κλητική limbe limbī
αφαιρετική limbō limbīs
(β' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.