λιμνίσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λιμνίσιος | η | λιμνίσια | το | λιμνίσιο |
| γενική | του | λιμνίσιου | της | λιμνίσιας | του | λιμνίσιου |
| αιτιατική | τον | λιμνίσιο | τη | λιμνίσια | το | λιμνίσιο |
| κλητική | λιμνίσιε | λιμνίσια | λιμνίσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λιμνίσιοι | οι | λιμνίσιες | τα | λιμνίσια |
| γενική | των | λιμνίσιων | των | λιμνίσιων | των | λιμνίσιων |
| αιτιατική | τους | λιμνίσιους | τις | λιμνίσιες | τα | λιμνίσια |
| κλητική | λιμνίσιοι | λιμνίσιες | λιμνίσια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
λιμνίσιος, -α, -ο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λίμνη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.