λιμενολεκάνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λιμενολεκάνη | οι | λιμενολεκάνες |
| γενική | της | λιμενολεκάνης | των | λιμενολεκανών |
| αιτιατική | τη | λιμενολεκάνη | τις | λιμενολεκάνες |
| κλητική | λιμενολεκάνη | λιμενολεκάνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λιμενολεκάνη θηλυκό
- (ναυτικός όρος) τμήμα λιμανιού όπου είναι δυνατόν να αγκυροβολήσουν σκάφη
- ※ Οι λιμενικές δραστηριότητες στην ως άνω λιμενολεκάνη καθώς και η χρήση, αξιοποίηση και εκμετάλλευση για πολιτιστικούς ή άλλους συναφείς σκοπούς της ανωτέρω αναφερόμενης χερσαίας έκτασης των κρηπιδωμάτων 1, 2, 3 και 4 που παραμένει ΧΖΛ και απεικονίζεται στο ανωτέρω τοπογραφικό διάγραμμα Τ2 ρυθμίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και Οικονομικών.(http://www.opengov.gr/ynanp/?p=812)
Μεταφράσεις
λιμενολεκάνη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.