λιμών

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /liˈmon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λιμών
ομόηχο: λοιμών

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

λιμών

  1. (αρσενικό) γενική πληθυντικού του λιμός
  2. (θηλυκό) γενική πληθυντικού του λίμα
  3. (ουδέτερο) γενική πληθυντικού του λιμό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.