λιθώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιθώδης η λιθώδης το λιθώδες
      γενική του λιθώδους της λιθώδους του λιθώδους
    αιτιατική τον λιθώδη τη λιθώδη το λιθώδες
     κλητική λιθώδη(ς) λιθώδης λιθώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιθώδεις οι λιθώδεις τα λιθώδη
      γενική των λιθωδών των λιθωδών των λιθωδών
    αιτιατική τους λιθώδεις τις λιθώδεις τα λιθώδη
     κλητική λιθώδεις λιθώδεις λιθώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λιθώδης < αρχαία ελληνική λιθώδης < λίθος

Επίθετο

λιθώδης

  1. που μοιάζει με λίθο ή έχει την σύσταση ή την υφή του
  2. πετρώδης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.