λιβάδιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ λιβάδιον τὰ λιβάδι
      γενική τοῦ λιβαδίου τῶν λιβαδίων
      δοτική τῷ λιβαδί τοῖς λιβαδίοις
    αιτιατική τὸ λιβάδιον τὰ λιβάδι
     κλητική ! λιβάδιον λιβάδι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λιβαδίω
γεν-δοτ τοῖν  λιβαδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιβάδιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική λιβ(άς) + υποκοριστικό επίθημα -άδιον

Ουσιαστικό

λιβάδιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. (υποκοριστικό)
    1. μικρή πηγή
    2. μικρό ρυάκι
  2. (συνεκδοχικά) τόπος με νερά
  3. (συνεκδοχικά) λιβάδι
     συνώνυμα: λειμών
  4. (βότανο) είδος βοτάνου
     συνώνυμα: κενταυρίς (Κενταύριον τὸ μικρόν, Centaureum parvum)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.