λειμών
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | λειμών | οἱ | λειμῶνες |
| γενική | τοῦ | λειμῶνος | τῶν | λειμώνων |
| δοτική | τῷ | λειμῶνῐ | τοῖς | λειμῶσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | λειμῶνᾰ | τοὺς | λειμῶνᾰς |
| κλητική ὦ! | λειμών | λειμῶνες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λειμῶνε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | λειμώνοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λειμών < λείβω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: (καθαρεύουσα) λειμών, ⇘ νέα ελληνικά: λειμώνας
Ουσιαστικό
λειμών αρσενικό
- λειμώνας, το λιβάδι
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Αἴας, 654-656
- ἀλλ᾽ εἶμι πρός τε λουτρὰ καὶ παρακτίους | λειμῶνας, ὡς ἂν λύμαθ᾽ ἁγνίσας ἐμὰ | μῆνιν βαρεῖαν ἐξαλύξωμαι θεᾶς·
- Λοιπόν το αποφασίζω, θα πάω να λούσω το κορμί μου | πέρα στους λειμώνες, εκεί στο περιγιάλι, να το εξαγνίσω | από τον ρύπο, ανίσως και γλιτώσω απ᾽ τη βαριά οργή της Αθηνάς.
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ εἶμι πρός τε λουτρὰ καὶ παρακτίους | λειμῶνας, ὡς ἂν λύμαθ᾽ ἁγνίσας ἐμὰ | μῆνιν βαρεῖαν ἐξαλύξωμαι θεᾶς·
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Αἴας, 654-656
- (καθαρεύουσα) λειμών: λειμώνας
- ※ Είσαι ωραία ως άνθος λειμώνος (Εμμανουήλ Ροΐδης, Η Πάπισσα Ιωάννα, 1866)
Πηγές
- λειμών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λειμών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.