λησμονιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λησμονιά | οι | λησμονιές |
| γενική | της | λησμονιάς | των | λησμονιών |
| αιτιατική | τη | λησμονιά | τις | λησμονιές |
| κλητική | λησμονιά | λησμονιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λησμονιά θηλυκό
- το να ξεχνάει κάποιος ή να ξεχνιέται
- Χυμένες στα ποτήρια καρτερούνε / οι λησμονιές γλυκύτατες (Κώστας Καρυωτάκης, Νύχτα)
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.