λησμονησιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λησμονησιά οι λησμονησιές
      γενική της λησμονησιάς των λησμονησιών
    αιτιατική τη λησμονησιά τις λησμονησιές
     κλητική λησμονησιά λησμονησιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λησμονησιά < λησμονώ + -ιά

Ουσιαστικό

λησμονησιά θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.