λησμονώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λησμονώ < (ελληνιστική κοινή) (απαντά ο τύπος μετοχής λησμονηθέντες), συγγενές με το αρχαιοελληνικό λησμοσύνη και το λήθω / λανθάνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /li.zmoˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λη‐σμο‐νώ
Ρήμα
λησμονώ, πρτ.: λησμονούσα, στ.μέλλ.: θα λησμονήσω, αόρ.: λησμόνησα, μτχ.π.π.: λησμονημένος
- ξεχνώ
- Ό,τ’ έγινε έγινε· λησμόνα το, μουρμούρισε σκυμμένος απάνω στο κεφάλι της, μην έχοντας πια τη δύναμη να το σηκώσει. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου )
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | λησμονώ | λησμονούσα | θα λησμονώ | να λησμονώ | λησμονώντας | |
| β' ενικ. | λησμονείς | λησμονούσες | θα λησμονείς | να λησμονείς | (λησμόνει) | |
| γ' ενικ. | λησμονεί | λησμονούσε | θα λησμονεί | να λησμονεί | ||
| α' πληθ. | λησμονούμε | λησμονούσαμε | θα λησμονούμε | να λησμονούμε | ||
| β' πληθ. | λησμονείτε | λησμονούσατε | θα λησμονείτε | να λησμονείτε | λησμονείτε | |
| γ' πληθ. | λησμονούν(ε) | λησμονούσαν(ε) | θα λησμονούν(ε) | να λησμονούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | λησμόνησα | θα λησμονήσω | να λησμονήσω | λησμονήσει | ||
| β' ενικ. | λησμόνησες | θα λησμονήσεις | να λησμονήσεις | λησμόνησε | ||
| γ' ενικ. | λησμόνησε | θα λησμονήσει | να λησμονήσει | |||
| α' πληθ. | λησμονήσαμε | θα λησμονήσουμε | να λησμονήσουμε | |||
| β' πληθ. | λησμονήσατε | θα λησμονήσετε | να λησμονήσετε | λησμονήστε | ||
| γ' πληθ. | λησμόνησαν λησμονήσαν(ε) |
θα λησμονήσουν(ε) | να λησμονήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω λησμονήσει | είχα λησμονήσει | θα έχω λησμονήσει | να έχω λησμονήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις λησμονήσει | είχες λησμονήσει | θα έχεις λησμονήσει | να έχεις λησμονήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει λησμονήσει | είχε λησμονήσει | θα έχει λησμονήσει | να έχει λησμονήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε λησμονήσει | είχαμε λησμονήσει | θα έχουμε λησμονήσει | να έχουμε λησμονήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε λησμονήσει | είχατε λησμονήσει | θα έχετε λησμονήσει | να έχετε λησμονήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν λησμονήσει | είχαν λησμονήσει | θα έχουν λησμονήσει | να έχουν λησμονήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.