ληπτέος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ληπτέος | η | ληπτέα | το | ληπτέο |
| γενική | του | ληπτέου | της | ληπτέας | του | ληπτέου |
| αιτιατική | τον | ληπτέο | τη | ληπτέα | το | ληπτέο |
| κλητική | ληπτέε | ληπτέα | ληπτέο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ληπτέοι | οι | ληπτέες | τα | ληπτέα |
| γενική | των | ληπτέων | των | ληπτέων | των | ληπτέων |
| αιτιατική | τους | ληπτέους | τις | ληπτέες | τα | ληπτέα |
| κλητική | ληπτέοι | ληπτέες | ληπτέα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ληπτέος < αρχαία ελληνική ληπτέος < λαμβάνω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λαμβάνω
Μεταφράσεις
ληπτέος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.