λευκωματουρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λευκωματουρία | οι | λευκωματουρίες |
| γενική | της | λευκωματουρίας | των | λευκωματουριών |
| αιτιατική | τη | λευκωματουρία | τις | λευκωματουρίες |
| κλητική | λευκωματουρία | λευκωματουρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λευκωματουρία θηλυκό
- (ιατρική) η πάθηση που συνίσταται στην παρουσία λευκώματος στα ούρα κι οφείλεται σε βλάβη των νεφρών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.