λεφτό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λεφτό | τα | λεφτά |
| γενική | του | λεφτού | των | λεφτών |
| αιτιατική | το | λεφτό | τα | λεφτά |
| κλητική | λεφτό | λεφτά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λεφτό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
λεφτό ουδέτερο
Μεταφράσεις
λεφτό
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.