λειψυδρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λειψυδρία οι λειψυδρίες
      γενική της λειψυδρίας των λειψυδριών
    αιτιατική τη λειψυδρία τις λειψυδρίες
     κλητική λειψυδρία λειψυδρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λειψυδρία < λείπω + ὕδωρ

Ουσιαστικό

λειψυδρία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.