λειψυδρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λειψυδρία | οι | λειψυδρίες |
| γενική | της | λειψυδρίας | των | λειψυδριών |
| αιτιατική | τη | λειψυδρία | τις | λειψυδρίες |
| κλητική | λειψυδρία | λειψυδρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.