λεγεωνάριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λεγεωνάριος | οι | λεγεωνάριοι |
| γενική | του | λεγεωνάριου & λεγεωναρίου |
των | λεγεωνάριων & λεγεωναρίων |
| αιτιατική | τον | λεγεωνάριο | τους | λεγεωνάριους & λεγεωναρίους |
| κλητική | λεγεωνάριε | λεγεωνάριοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λεγεωνάριος < (ελληνιστική κοινή) λεγιωνάριος < λατινικά legionarius
- (σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) légionnaire
Ουσιαστικό
λεγεωνάριος αρσενικό
- ο στρατιώτης μιας λεγεώνας
- (ειδικότερα) μέλος της Λεγεώνας των Ξένων
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
- νόσος των λεγεωνάριων
Μεταφράσεις
λεγεωνάριος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.