λεγεώνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λεγεώνα | οι | λεγεώνες |
| γενική | της | λεγεώνας | των | λεγεώνων |
| αιτιατική | τη | λεγεώνα | τις | λεγεώνες |
| κλητική | λεγεώνα | λεγεώνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λεγεώνα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λεγεών από την αιτιατική τὴν λεγεῶνα < λατινική legio
Ουσιαστικό
λεγεώνα θηλυκό
- (ιστορία, στρατιωτικός όρος) μονάδα στρατιωτών του στρατού των Ρωμαίων
- στρατιωτική μονάδα μισθοφόρων ή εθελοντών
- (ταξινομία) ταξινομική βαθμίδα κατώτερη της μικρόταξης και ανώτερης της υπεροικογένειας
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.