λεγιωνάριος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λεγιωνάριος οἱ λεγιωνάριοι
      γενική τοῦ λεγιωναρίου τῶν λεγιωναρίων
      δοτική τῷ λεγιωναρί τοῖς λεγιωναρίοις
    αιτιατική τὸν λεγιωνάριον τοὺς λεγιωναρίους
     κλητική ! λεγιωνάριε λεγιωνάριοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λεγιωναρίω
γεν-δοτ τοῖν  λεγιωναρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεγιωνάριος < (άμεσο δάνειο) λατινική legionarius

Ουσιαστικό

λεγιωνάριος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.