λατομικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λατομικός | η | λατομική | το | λατομικό |
| γενική | του | λατομικού | της | λατομικής | του | λατομικού |
| αιτιατική | τον | λατομικό | τη | λατομική | το | λατομικό |
| κλητική | λατομικέ | λατομική | λατομικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λατομικοί | οι | λατομικές | τα | λατομικά |
| γενική | των | λατομικών | των | λατομικών | των | λατομικών |
| αιτιατική | τους | λατομικούς | τις | λατομικές | τα | λατομικά |
| κλητική | λατομικοί | λατομικές | λατομικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λατομικός < ελληνιστική κοινή λατομικός < λατόμος < αρχαία ελληνική λᾶας + τέμνω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λατόμος
Μεταφράσεις
λατομικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.