λαρυγγικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λαρυγγικός | η | λαρυγγική | το | λαρυγγικό |
| γενική | του | λαρυγγικού | της | λαρυγγικής | του | λαρυγγικού |
| αιτιατική | τον | λαρυγγικό | τη | λαρυγγική | το | λαρυγγικό |
| κλητική | λαρυγγικέ | λαρυγγική | λαρυγγικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λαρυγγικοί | οι | λαρυγγικές | τα | λαρυγγικά |
| γενική | των | λαρυγγικών | των | λαρυγγικών | των | λαρυγγικών |
| αιτιατική | τους | λαρυγγικούς | τις | λαρυγγικές | τα | λαρυγγικά |
| κλητική | λαρυγγικοί | λαρυγγικές | λαρυγγικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λαρυγγικός < λάρυγγας
Προφορά
- ΔΦΑ : /la.ɾiŋ.ɟiˈkos/
Επίθετο
λαρυγγικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.