guttural
Αγγλικά (en)
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- guttural < λατινική guttur
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɡy.ty.ʁal/
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | guttural | gutturaux |
| θηλυκό | gutturale | gutturales |
guttural (fr)
- λαρυγγικός, που ανήκει στον λάρυγγα
- artère gutturale - λαρυγγική αρτηρία
- λαρυγγικός, που γίνεται από τον λάρυγγα, τραχύς
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.