λαπαδιασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαπαδιασμένος η λαπαδιασμένη το λαπαδιασμένο
      γενική του λαπαδιασμένου της λαπαδιασμένης του λαπαδιασμένου
    αιτιατική τον λαπαδιασμένο τη λαπαδιασμένη το λαπαδιασμένο
     κλητική λαπαδιασμένε λαπαδιασμένη λαπαδιασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαπαδιασμένοι οι λαπαδιασμένες τα λαπαδιασμένα
      γενική των λαπαδιασμένων των λαπαδιασμένων των λαπαδιασμένων
    αιτιατική τους λαπαδιασμένους τις λαπαδιασμένες τα λαπαδιασμένα
     κλητική λαπαδιασμένοι λαπαδιασμένες λαπαδιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λαπαδιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λαπαδιάζω

Μετοχή

λαπαδιασμένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη λαπαδιάζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.