λαοπρόβλητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λαοπρόβλητος | η | λαοπρόβλητη | το | λαοπρόβλητο |
| γενική | του | λαοπρόβλητου | της | λαοπρόβλητης | του | λαοπρόβλητου |
| αιτιατική | τον | λαοπρόβλητο | τη | λαοπρόβλητη | το | λαοπρόβλητο |
| κλητική | λαοπρόβλητε | λαοπρόβλητη | λαοπρόβλητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λαοπρόβλητοι | οι | λαοπρόβλητες | τα | λαοπρόβλητα |
| γενική | των | λαοπρόβλητων | των | λαοπρόβλητων | των | λαοπρόβλητων |
| αιτιατική | τους | λαοπρόβλητους | τις | λαοπρόβλητες | τα | λαοπρόβλητα |
| κλητική | λαοπρόβλητοι | λαοπρόβλητες | λαοπρόβλητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
λαοπρόβλητος, -η, -ο
- που έχει αναδειχθεί σε ηγετική προσωπικότητα έχοντας κερδίσει την εκτίμηση του λαού
- ο λαοπρόβλητος ηγέτης
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
λαοπρόβλητος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.