εθνοπρόβλητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εθνοπρόβλητος | η | εθνοπρόβλητη | το | εθνοπρόβλητο |
| γενική | του | εθνοπρόβλητου | της | εθνοπρόβλητης | του | εθνοπρόβλητου |
| αιτιατική | τον | εθνοπρόβλητο | την | εθνοπρόβλητη | το | εθνοπρόβλητο |
| κλητική | εθνοπρόβλητε | εθνοπρόβλητη | εθνοπρόβλητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εθνοπρόβλητοι | οι | εθνοπρόβλητες | τα | εθνοπρόβλητα |
| γενική | των | εθνοπρόβλητων | των | εθνοπρόβλητων | των | εθνοπρόβλητων |
| αιτιατική | τους | εθνοπρόβλητους | τις | εθνοπρόβλητες | τα | εθνοπρόβλητα |
| κλητική | εθνοπρόβλητοι | εθνοπρόβλητες | εθνοπρόβλητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
εθνοπρόβλητος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.