λαμπρυντικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λαμπρυντικό | τα | λαμπρυντικά |
| γενική | του | λαμπρυντικού | των | λαμπρυντικών |
| αιτιατική | το | λαμπρυντικό | τα | λαμπρυντικά |
| κλητική | λαμπρυντικό | λαμπρυντικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λαμπρυντικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λαμπρυντικός < λαμπρύνω < αρχαία ελληνική λαμπρύνω < λαμπρός < λάμπω + -ρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leh₂p- (λάμπω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /lam.bɾin.diˈko/
Ουσιαστικό
λαμπρυντικό ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.