λέτσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λέτσος οι λέτσοι
      γενική του λέτσου των λέτσων
    αιτιατική τον λέτσο τους λέτσους
     κλητική λέτσε λέτσοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λέτσος < (άμεσο δάνειο) ιταλική lezzo} < lezzare < olezzare < λατινική *olidiare < olidus < oleo < olo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃ed- (μυρίζω)

Ουσιαστικό

λέτσος αρσενικό

  1. που φοράει βρόμικα ρούχα ή παραμελεί το ντύσιμό του
    Κυκλοφορεί σαν λέτσος.
  2. άξεστος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.