λέτσος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λέτσος | οι | λέτσοι |
| γενική | του | λέτσου | των | λέτσων |
| αιτιατική | τον | λέτσο | τους | λέτσους |
| κλητική | λέτσε | λέτσοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λέτσος < (άμεσο δάνειο) ιταλική lezzo} < lezzare < olezzare < λατινική *olidiare < olidus < oleo < olo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃ed- (μυρίζω)
Ουσιαστικό
λέτσος αρσενικό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.