κώφωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κώφωση | οι | κωφώσεις |
| γενική | της | κώφωσης* | των | κωφώσεων |
| αιτιατική | την | κώφωση | τις | κωφώσεις |
| κλητική | κώφωση | κωφώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κωφώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κώφωση < αρχαία ελληνική κώφωσις < κωφόω < κωφός
Ουσιαστικό
κώφωση θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κουφός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.