κώφωσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κωφωσι-, κωφωσε-
ονομαστική κώφωσῐς αἱ κωφώσεις
      γενική τῆς κωφώσεως τῶν κωφώσεων
      δοτική τῇ κωφώσει ταῖς κωφώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κώφωσῐν τὰς κωφώσεις
     κλητική ! κώφωσῐ κωφώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κωφώσει
γεν-δοτ τοῖν  κωφωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κώφωσις < κωφόω / κωφῶ κυφω- + -σις < κωφός

Ουσιαστικό

κώφωσις, -εως θηλυκό

  • κωφωση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.