κώφωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| κωφωσι-, κωφωσε- | |||||
| ονομαστική | ἡ | κώφωσῐς | αἱ | κωφώσεις | |
| γενική | τῆς | κωφώσεως | τῶν | κωφώσεων | |
| δοτική | τῇ | κωφώσει | ταῖς | κωφώσεσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | κώφωσῐν | τὰς | κωφώσεις | |
| κλητική ὦ! | κώφωσῐ | κωφώσεις | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κωφώσει | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | κωφωσέοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ουσιαστικό
κώφωσις, -εως θηλυκό
- κωφωση
Πηγές
- κώφωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.