κύκνειος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κύκνειος | η | κύκνεια | το | κύκνειο |
| γενική | του | κύκνειου | της | κύκνειας | του | κύκνειου |
| αιτιατική | τον | κύκνειο | την | κύκνεια | το | κύκνειο |
| κλητική | κύκνειε | κύκνεια | κύκνειο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κύκνειοι | οι | κύκνειες | τα | κύκνεια |
| γενική | των | κύκνειων | των | κύκνειων | των | κύκνειων |
| αιτιατική | τους | κύκνειους | τις | κύκνειες | τα | κύκνεια |
| κλητική | κύκνειοι | κύκνειες | κύκνεια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κύκνειος < αρχαία ελληνική
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.