κότος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κότος | οἱ | κότοι |
| γενική | τοῦ | κότου | τῶν | κότων |
| δοτική | τῷ | κότῳ | τοῖς | κότοις |
| αιτιατική | τὸν | κότον | τοὺς | κότους |
| κλητική ὦ! | κότε | κότοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κότω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κότοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κότος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κότος, -ου αρσενικό
- έχθρα, μίσος, μνησικακία, οργή
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 13 (ν. Ὀδυσσέως ἀπόπλους παρὰ Φαιάκων καὶ ἄφιξις εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 342 (341-343)
- ἀλλά τοι οὐκ ἐθέλησα Ποσειδάωνι μάχεσθαι | πατροκασιγνήτῳ, ὅς τοι κότον ἔνθετο θυμῷ, | χωόμενος ὅτι οἱ υἱὸν φίλον ἐξαλάωσας.
- Μόνο που δεν το θέλησα με του πατέρα μου τον αδελφό, | τον Ποσειδώνα, να τα βάλω — κρατούσε την οργή του αυτός, | από θυμό που εσύ του τύφλωσες τον γιο.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἀλλά τοι οὐκ ἐθέλησα Ποσειδάωνι μάχεσθαι | πατροκασιγνήτῳ, ὅς τοι κότον ἔνθετο θυμῷ, | χωόμενος ὅτι οἱ υἱὸν φίλον ἐξαλάωσας.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἱκέτιδες, 385 (385-386)
- μένει τοι Ζηνὸς ἱκταίου κότος | δυσπαραθέλκτους παθόντος οἴκτοις.
- κι η οργή το Δία των ικετών προσμένει | όσους δε συγκινεί η κλαυτή του παραπόνου των φωνή.
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- μένει τοι Ζηνὸς ἱκταίου κότος | δυσπαραθέλκτους παθόντος οἴκτοις.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 900
- [ΧΟ.]θέλξειν μ᾽ ἔοικας καὶ μεθίσταμαι κότου.
- [ΧΟΡΟΣ] Με κέρδισες θαρρώ, και την έχθρα μου αφήνω.
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- [ΧΟ.]θέλξειν μ᾽ ἔοικας καὶ μεθίσταμαι κότου.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 13 (ν. Ὀδυσσέως ἀπόπλους παρὰ Φαιάκων καὶ ἄφιξις εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 342 (341-343)
Παράγωγα
- κοταίνω
- κοτεινός
- κοτέω (και τα σύνθετά και παράγωγά του)
- κοτήεις
- κοτίζω
- κοτόεις
Σύνθετα
Εκφράσεις
Πηγές
- κότος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κότος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.