κοτέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- κοτέω < κότος
Ρήμα
κοτέω
- οργίζομαι (+ δοτική προσώπου)
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 25 (25-26)
- καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, | καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ.
- Ο κεραμοποιός θυμώνει με τον κεραμοποιό κι ο μαραγκός με μαραγκό, | ζηλεύει ο επαίτης τον επαίτη κι ο ένας ο τραγουδιστής τον άλλο.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, | καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 25 (25-26)
Σύνθετα
- ἀντικοτέω
- ἐγκοτέω
- ἐπικοτέω
- παλιγκοτέω
- παρακοτέω
Πηγές
- κοτέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κοτέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.