ἀλλόκοτος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀλλόκοτος τὸ ἀλλόκοτον οἱ, αἱ ἀλλόκοτοι τὰ ἀλλόκοτα
Γενική τοῦ, τῆς ἀλλοκότου τοῦ ἀλλοκότου τῶν ἀλλοκότων τῶν ἀλλοκότων
Δοτική τῷ, τῇ ἀλλοκότῳ τῷ ἀλλοκότῳ τοῖς, ταῖς ἀλλοκότοις τοῖς ἀλλοκότοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀλλόκοτον τὸ ἀλλόκοτον τοὺς, τὰς ἀλλοκότους τὰ ἀλλόκοτα
Κλητική ἀλλόκοτε ἀλλόκοτον ἀλλόκοτοι ἀλλόκοτα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀλλοκότω
Γενική-Δοτική ἀλλοκότοιν

Ετυμολογία

ἀλλόκοτος < ἄλλος + -κοτος

Επίθετο

ἀλλόκοτος, -ος, -ον (επίρρημα: ἀλλοκότως)

  1. αλλόκοτος, ασυνήθιστος, παράδοξος
  2. τερατώδης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.