ζάκοτος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ζάκοτος τὸ ζάκοτον
      γενική τοῦ/τῆς ζακότου τοῦ ζακότου
      δοτική τῷ/τῇ ζακότ τῷ ζακότ
    αιτιατική τὸν/τὴν ζάκοτον τὸ ζάκοτον
     κλητική ! ζάκοτε ζάκοτον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ζάκοτοι τὰ ζάκοτ
      γενική τῶν ζακότων τῶν ζακότων
      δοτική τοῖς/ταῖς ζακότοις τοῖς ζακότοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ζακότους τὰ ζάκοτ
     κλητική ! ζάκοτοι ζάκοτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ζακότω τὼ ζακότω
      γεν-δοτ τοῖν ζακότοιν τοῖν ζακότοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζάκοτος < ζά- (επιτατικό μόριο) και κότος

Επίθετο

ζάκοτος, -ος, -ον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.