ἐπίκοτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐπίκοτος | τὸ | ἐπίκοτον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἐπικότου | τοῦ | ἐπικότου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἐπικότῳ | τῷ | ἐπικότῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐπίκοτον | τὸ | ἐπίκοτον | ||
| κλητική ὦ! | ἐπίκοτε | ἐπίκοτον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐπίκοτοι | τὰ | ἐπίκοτᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἐπικότων | τῶν | ἐπικότων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐπικότοις | τοῖς | ἐπικότοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐπικότους | τὰ | ἐπίκοτᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἐπίκοτοι | ἐπίκοτᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπικότω | τὼ | ἐπικότω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐπικότοιν | τοῖν | ἐπικότοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἐπίκοτος, -ος, -ον
- οργισμένος, εκδικητικός, μισητός
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Fr. 109, @books.google.gr
- τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ
τιθεὶς ἐρευνασάτω μεγαλάνορος Ἡσυχίας
τὸ φαιδρὸν φάος,
στάσιν ἀπὸ πραπίδος ἐπίκοτον ἀνελών,
πενίας δότειραν, ἐχθρὰν κουροτρόφον
- τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 786 (785-787)
- τέκνοις δ᾽ ἀρχαίας | ἐφῆκεν ἐπίκοτος τροφᾶς, | αἰαῖ, πικρογλώσσους ἀράς,
- Και για τους γιους του μέσα στο άγριο | το πάθος του, γιατί τους είχε θρέψει, | πικρόγλωσσες, αλίμονο, κατάρες βρήκε να γυρέψει·
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- τέκνοις δ᾽ ἀρχαίας | ἐφῆκεν ἐπίκοτος τροφᾶς, | αἰαῖ, πικρογλώσσους ἀράς,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 601 (599-601)
- σκιρτημάτων δὲ νήστισιν αἰκείαις | λαβρόσυτος ἦλθον, ‹Ἥρας› | ἐπικότοισι μήδεσι δαμεῖσα.
- κι ήρθα μ᾽ ακράτηγη φορά σκιρτώντας νηστικιά | από θεόργητες βουλές κατατρεμένη.
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- σκιρτημάτων δὲ νήστισιν αἰκείαις | λαβρόσυτος ἦλθον, ‹Ἥρας› | ἐπικότοισι μήδεσι δαμεῖσα.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Fr. 109, @books.google.gr
Παράγωγα
- ἐπικότως
Πηγές
- ἐπίκοτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπίκοτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.