ἔγκοτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἔγκοτος | τὸ | ἔγκοτον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἐγκότου | τοῦ | ἐγκότου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἐγκότῳ | τῷ | ἐγκότῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἔγκοτον | τὸ | ἔγκοτον | ||
| κλητική ὦ! | ἔγκοτε | ἔγκοτον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἔγκοτοι | τὰ | ἔγκοτᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἐγκότων | τῶν | ἐγκότων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐγκότοις | τοῖς | ἐγκότοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐγκότους | τὰ | ἔγκοτᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἔγκοτοι | ἔγκοτᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐγκότω | τὼ | ἐγκότω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐγκότοιν | τοῖν | ἐγκότοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἔγκοτος, -ος, -ον
- που έχει μέσα του οργή, έχθρα, κακία
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 1054 (1053-1054)
- [ΟΡ.] οὐκ εἰσὶ δόξαι τῶνδε πημάτων ἐμοί· | σαφῶς γὰρ αἵδε μητρὸς ἔγκοτοι κύνες.
- [ΟΡΕΣΤΗΣ] Δεν είναι φρεναπάτες τούτα μου τα πάθη· | της μάνας μου είναι, νά! οι σκύλες οι (sic)ογισμένες.
- Μετάφραση, 1η έκδοση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- [ΟΡ.] οὐκ εἰσὶ δόξαι τῶνδε πημάτων ἐμοί· | σαφῶς γὰρ αἵδε μητρὸς ἔγκοτοι κύνες.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 1054 (1053-1054)
Ουσιαστικό
ἔγκοτος, -ου αρσενικό & ἔγκοτον ουδέτερο
- μνησικακία, οργή, μίσος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, στη Βικιθήκη
- 6 (Ἐρατώ), 133.1
- τοῦτο μὲν δὴ πρόσχημα λόγου ἦν, ἀτάρ τινα καὶ ἔγκοτον εἶχε τοῖσι Παρίοισι διὰ Λυσαγόρεα τὸν Τεισίεω, ἐόντα γένος Πάριον, διαβαλόντα μιν πρὸς Ὑδάρνεα τὸν Πέρσην.
- Βέβαια αυτό ήταν το πρόσχημα, είχε όμως και κάποια μνησικακία εναντίον των Παρίων, εξαιτίας του Λυσαγόρα, του γιου του Τεισία, που καταγόταν από την Πάρο και τον είχε κακολογήσει στον Πέρση Υδάρνη.
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τοῦτο μὲν δὴ πρόσχημα λόγου ἦν, ἀτάρ τινα καὶ ἔγκοτον εἶχε τοῖσι Παρίοισι διὰ Λυσαγόρεα τὸν Τεισίεω, ἐόντα γένος Πάριον, διαβαλόντα μιν πρὸς Ὑδάρνεα τὸν Πέρσην.
- 8 (Οὐρανία), 29.1
- τούτων δή σφι ἀμφοτέρων ἔχοντες ἔγκοτον οἱ Θεσσαλοὶ πέμψαντες κήρυκα ἠγόρευον τάδε· Ὦ Φωκέες, ἤδη τι μᾶλλον γνωσιμαχέετε μὴ εἶναι ὅμοιοι ἡμῖν.
- Λοιπόν οι Θεσσαλοί, που μέσα τους φώλιαζε μνησικακία γι᾽ αυτά τα δυο πλήγματα, έστειλαν κήρυκα που έκανε την εξής αγόρευση: «Φωκείς, καιρός να βάλετε μυαλό και να παραδεχτείτε πως δεν είστε δα ίσοι κι όμοιοι με μας.
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τούτων δή σφι ἀμφοτέρων ἔχοντες ἔγκοτον οἱ Θεσσαλοὶ πέμψαντες κήρυκα ἠγόρευον τάδε· Ὦ Φωκέες, ἤδη τι μᾶλλον γνωσιμαχέετε μὴ εἶναι ὅμοιοι ἡμῖν.
- 6 (Ἐρατώ), 133.1
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, στη Βικιθήκη
Παράγωγα
- ἐγκότως
Πηγές
- ἔγκοτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔγκοτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.