cutter

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

cutter (en)

  1. κόφτης
  2. κότερο, ελαφρύ ιστιοφόρο σκάφος
  3. μηχανοκίνητο σκάφος κρατικής υπηρεσίας
  4. λέμβος πλοίου που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά επιβατών σε άλλο πλοίο ή την ξηρά
  5. ελαφρύ έλκηθρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.