κόμπρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κόμπρα | οι | κόμπρες |
| γενική | της | κόμπρας | — | |
| αιτιατική | την | κόμπρα | τις | κόμπρες |
| κλητική | κόμπρα | κόμπρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

μία αιγυπτιακή κόμπρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈco.bɾa/
Ουσιαστικό
κόμπρα θηλυκό
- (φίδι) είδος δηλητηριώδους φιδιού της Iνδίας και της Aφρικής. Το χαρακτηριστικό του είναι ότι σηκώνει το μπροστινό μέρος του και το απλώνει σχηματίζοντας μια καλύπτρα
Συνώνυμα
-
κόμπρα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.