νάγια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νάγια | οι | νάγιες |
| γενική | της | νάγιας | — | |
| αιτιατική | τη | νάγια | τις | νάγιες |
| κλητική | νάγια | νάγιες | ||
| Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νάγια < (άμεσο δάνειο) γαλλική naja
Ουσιαστικό
νάγια θηλυκό
- (φίδι) είδος δηλητηριωδών φιδιών της Ασίας και της Αφρικής γνωστά κοινώς με το όνομα κόμπρες
-
νάγια στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.