cobra
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
cobra
(en)
(
φίδι
)
η
κόμπρα
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
cobra
(fr)
αρσενικό
(
φίδι
)
η
κόμπρα
Ισπανικά
(es)
Ουσιαστικό
cobra
(es)
(
φίδι
)
η
κόμπρα
Ιταλικά
(it)
Ουσιαστικό
cobra
(it)
(
φίδι
)
η
κόμπρα
Πορτογαλικά
(pt)
Ουσιαστικό
cobra
(pt)
(
φίδι
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.