κόλουρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κόλουρος η κόλουρη το κόλουρο
      γενική του κόλουρου της κόλουρης του κόλουρου
    αιτιατική τον κόλουρο την κόλουρη το κόλουρο
     κλητική κόλουρε κόλουρη κόλουρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κόλουροι οι κόλουρες τα κόλουρα
      γενική των κόλουρων των κόλουρων των κόλουρων
    αιτιατική τους κόλουρους τις κόλουρες τα κόλουρα
     κλητική κόλουροι κόλουρες κόλουρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κόλουρος < αρχαία ελληνική κόλουρος

Επίθετο

κόλουρος, -η, -ο

  • (γεωμετρία) (για κώνο ή πυραμίδα) που έχει κομμένη την κορυφή από επίπεδο παράλληλο με τη βάση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κόλουρος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

κόλουρος

  1. που έχει κολοβή ή κομμένη ουρά, κολοβός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.