κωφότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κωφότητα οι κωφότητες
      γενική της κωφότητας των κωφοτήτων
    αιτιατική την κωφότητα τις κωφότητες
     κλητική κωφότητα κωφότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κωφότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κωφότης από την αιτιατική ενικού «τὴν κωφότητα» < κωφός

Προφορά

ΔΦΑ : /koˈfo.ti.ta/
όταν προηγείται [n] όπως η αιτιατική του άρθρου την: ΔΦΑ : /tiŋ‿ɡoˈfo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κωφότητα

Ουσιαστικό

κωφότητα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ουσιαστικό

κωφότητα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.