κωφότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κωφότης | αἱ | κωφότητες |
| γενική | τῆς | κωφότητος | τῶν | κωφοτήτων |
| δοτική | τῇ | κωφότητῐ | ταῖς | κωφότησῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | κωφότητᾰ | τὰς | κωφότητᾰς |
| κλητική ὦ! | κωφότης | κωφότητες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κωφότητε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κωφοτήτοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- κωφότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κωφότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.