κωσταντινάτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κωσταντινάτο | τα | κωσταντινάτα |
| γενική | του | κωσταντινάτου | των | κωσταντινάτων |
| αιτιατική | το | κωσταντινάτο | τα | κωσταντινάτα |
| κλητική | κωσταντινάτο | κωσταντινάτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κωσταντινάτο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική *κωνσταντινάτον (όπως στο ἁγιοκωνσταντινάτον) < όνομα ελληνιστική κοινή Κωνσταντῖνος + -άτος στο ουδέτερο
Ουσιαστικό
κωσταντινάτο ουδέτερο
Μεταφράσεις
κωσταντινάτο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.