Κωνσταντῖνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Κωνσταντῖνος | οἱ | Κωνσταντῖνοι |
| γενική | τοῦ | Κωνσταντίνου | τῶν | Κωνσταντίνων |
| δοτική | τῷ | Κωνσταντίνῳ | τοῖς | Κωνσταντίνοις |
| αιτιατική | τὸν | Κωνσταντῖνον | τοὺς | Κωνσταντίνους |
| κλητική ὦ! | Κωνσταντῖνε | Κωνσταντῖνοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Κωνσταντίνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Κωνσταντίνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κωνσταντῖνος < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.