κωκυτός
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- κωκυτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κωκυτός
- κωχυτός
Πηγές
- κωκυτός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ. 56, Τόμος Θ΄ --Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κωκυτός | οἱ | κωκυτοί |
| γενική | τοῦ | κωκυτοῦ | τῶν | κωκυτῶν |
| δοτική | τῷ | κωκυτῷ | τοῖς | κωκυτοῖς |
| αιτιατική | τὸν | κωκυτόν | τοὺς | κωκυτούς |
| κλητική ὦ! | κωκυτέ | κωκυτοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κωκυτώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κωκυτοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κωκυτός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κωκυτός, -οῦ αρσενικό
- θρήνος, κραυγή
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 409 (408-409)
- ᾤμωξεν δ᾽ ἐλεεινὰ πατὴρ φίλος, ἀμφὶ δὲ λαοὶ | κωκυτῷ τ᾽ εἴχοντο καὶ οἰμωγῇ κατὰ ἄστυ.
- μ᾽ αυτήν και ο γέρος έκλαιε, και ολόγυρα εις την πόλιν | όλος οδύρετ᾽, ο λαός, φρικτά θρηνολογούσε.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ᾤμωξεν δ᾽ ἐλεεινὰ πατὴρ φίλος, ἀμφὶ δὲ λαοὶ | κωκυτῷ τ᾽ εἴχοντο καὶ οἰμωγῇ κατὰ ἄστυ.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 447 (447-448)
- κωκυτοῦ δ᾽ ἤκουσε καὶ οἰμωγῆς ἀπὸ πύργου· | τῆς δ᾽ ἐλελίχθη γυῖα, χαμαὶ δέ οἱ ἔκπεσε κερκίς·
- και ως άκουσε ξεφωνητά και κλάματ᾽ απ᾽ τον πύργον, | εσείσθηκαν τα μέλη της, της έπεσε η περόνη
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- κωκυτοῦ δ᾽ ἤκουσε καὶ οἰμωγῆς ἀπὸ πύργου· | τῆς δ᾽ ἐλελίχθη γυῖα, χαμαὶ δέ οἱ ἔκπεσε κερκίς·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 851 (850-851)
- ἦ που τάλαινα, τήνδ᾽ ὅταν κλύῃ φάτιν, | ἥσει μέγαν κωκυτὸν ἐν πάσῃ πόλει.
- Που όταν η δύστυχη ακούσει αυτή την είδηση, | μεγάλον κοπετό σίγουρα θα σηκώσει σ᾽ όλη την πόλη.
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- ἦ που τάλαινα, τήνδ᾽ ὅταν κλύῃ φάτιν, | ἥσει μέγαν κωκυτὸν ἐν πάσῃ πόλει.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 409 (408-409)
- (ως κύριο όνομα) (Κωκυτός) ο ποταμός των θρήνων στον Άδη
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κωκύω
Πηγές
- κωκυτός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κωκυτός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.