Κωκυτός

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Κωκυτός < κωκύω (θρηνώ)

Κύριο όνομα

Κωκυτός αρσενικό

  • (ελληνική μυθολογία) ποταμός της Ελλάδας, ένας από τους τρεις ποταμούς του Άδη ως ποταμός των οδυρμών και του θρήνου, σύμφωνα με την αρχαιοελληνική μυθολογία, ενώ οι άλλοι δυο είναι ο Πυριφλεγέθων και ο Αχέρων.
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 514 (513-515)
    ἔνθα μὲν εἰς Ἀχέροντα Πυριφλεγέθων τε ῥέουσι | Κώκυτός θ᾽, ὃς δὴ Στυγὸς ὕδατός ἐστιν ἀπορρώξ, | πέτρη τε ξύνεσίς τε δύω ποταμῶν ἐριδούπων·
    Κάπου συμβάλλουν στον Αχέροντα δυο ποταμοί, Πυριφλεγέθων και | Κωκυτός — τρέχει κι αυτός απ᾽ το νερό της Στύγας· | είναι ένας βράχος μεσιανός εκεί, που πάνω του χτυπούν τα δυο ποτάμια, σμίγοντας μεταξύ τους με δούπο τρομερό.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
      5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἄλκηστις, στίχ. 458 (455-459)
    εἴθ᾽ ἐπ᾽ ἐμοὶ μὲν εἴη, | δυναίμαν δέ σε πέμψαι | φάος ἐξ Ἀίδα τεράμνων | καὶ Κωκυτοῖο ῥεέθρων | ποταμίᾳ νερτέρᾳ τε κώπᾳ.
    Να ᾽χα τη δύναμη, | ω να μπορούσε το δικό μου χέρι | μέσ᾽ απ᾽ τον Άδη το βαθύ, τα ρέματα του Κωκυτού, | με το κουπί τον ποταμό του κάτω κόσμου σκίζοντας, | στο φως εδώ της μέρας να σε φέρει!
    Μετάφραση (1972): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greeklanguage.gr
      5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 472
    Κωκυτοῦ τε περίδρομοι κύνες,
    και τα σκυλιά, που γύρω γύρω τρέχουν στον Κωκυτό,
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα:Τυποβιβλιοτεχνική @greeklanguage.gr
      καὶ οὐδὲ τὸ τούτου ὕδωρ οὐδενὶ μείγνυται, ἀλλὰ καὶ οὗτος κύκλῳ περιελθὼν ἐμβάλλει εἰς τὸν Τάρταρον ἐναντίος τῷ Πυριφλεγέθοντι· ὄνομα δὲ τούτῳ ἐστίν, ὡς οἱ ποιηταὶ λέγουσιν, κωκυτός (Πλάτων «Φαίδων» 113c)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.